χλωρυδρικός

χλωρυδρικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χλωρυδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)-* + -υδρικός (< θ. υδρ- τού ὕδωρ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”